- μηχανέλαιο
- τολάδι για τη λίπανση μηχανών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μηχανέλαιο — το τεχνολ. έλαιο, συνήθως ορυκτέλαιο, με το οποίο γίνεται η λίπανση τών εφαπτόμενων κινητών μερών μιας μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + έλαιο] … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
μηχανόλαδο — το μηχανέλαιο … Dictionary of Greek